Σχολικοί Ψυχολόγοι: Οδηγός για τις ψυχολογικές τους υπηρεσίες στα σχολεία

Σχολικοί Ψυχολόγοι: Οδηγός για τις ψυχολογικές τους υπηρεσίες στα σχολεία

O οδηγός αυτός, που εκδόθηκε από το ΙΕΠ, περιλαμβάνει κείμενα που δεν είναι νομικού ή διοικητικού, αλλά υποστηρικτικού χαρακτήρα

Έναν πολύ χρήσιμο οδηγό για τους Ψυχολόγους στα σχολεία, ο οποίος αν και έχει γραφτεί το 2015 παραμένει απόλυτα επίκαιρος

O οδηγός αυτός που εκδόθηκε από τοΙΕΠ, περιλαμβάνει κείμενα που δεν είναι νομικού ή διοικητικού, αλλά υποστηρικτικού χαρακτήρα και είναι έργο του κ.του Λάζαρου Α. Βλαχόπουλου, PsyD, Σύμβουλου Β’ τότε του ΙΕΠ, με  πολλές ευχαριστίες στο φίλο και συνεργάτη Αρναούτη Χρήστο (ΜΔΕ), Κοιν. Λειτουργό (ΔΠΘ), για την πολύτιμη βοήθεια του στην ολοκλήρωσή του

Να σημειωθεί ότι δημοσιεύθηκε το ΦΕΚ με βάση το οποίο καθορίστηκαν  οι ομάδες σχολικών μονάδων Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στις οποίες ασκούν καθήκοντα μέλη Ε.Ε.Π. του κλάδου ΠΕ23-Ψυχολόγων και του κλάδου ΠΕ30-Κοινωνικών Λειτουργών, για το σχολικό έτος 2023-2024.

Οδηγός για ψυχολογικές υπηρεσίες στο σχολείο

(Οδηγός για σχολικούς ψυχολόγους σε σχολικά δίκτυα (ΣΔΕΥ), αλλά και γενικότερα στην σύγχρονη Γενική & Ειδική Αγωγή)

Η επιστήμη της ψυχολογίας είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διδασκαλία, τη μάθηση και την ανάπτυξη του παιδιού. Οι σχολικοί ψυχολόγοι θα πρέπει να έχουν κατάρτιση και εμπειρία σε βασικούς τομείς της ψυχολογίας φυσικά, αλλά και της εκπαίδευσης και θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν τις επιδιώξεις και των δύο πεδίων. Καταλαμβάνουν μια μοναδική κεντρική θέση στη σταυροδρόμι των δύο επαγγελμάτων, και ως εκ τούτου μπορούν να προωθήσουν σημαντικά την ολοκλήρωση ενός ευρέος φάσματος σχολικών στόχων στους τομείς της συμπεριφοράς, της μάθησης και της ψυχικής υγείας.

Προσφέρουν έναν προσανατολισμό επίλυσης προβλημάτων, (κι αυτό αξίζει να το θυμόμαστε, ο σχολικός ψυχολόγος, ειδικά στο βαθμό που είναι πιστοποιημένος σε συμβουλευτική ή/και ψυχοθεραπεία, είναι «εργαλείο» επίλυσης προβλημάτων) με βάση την έρευνα, εμπειρικά αποδεδειγμένες πρακτικές, και λήψεις αποφάσεων βάση δεδομένων, η οποία εφαρμόζεται στο σχεδιασμό και την εφαρμογή αποτελεσματικών συμπεριφορικών / ακαδημαϊκών παρεμβάσεων. Ο ρόλος τους περιλαμβάνει την πρόληψη, την αξιολόγηση και την συμβουλευτική.

Οι σύγχρονες τεχνικές αξιολόγησης και παρέμβασης, καθώς και η πρακτική της σχολικής ψυχολογίας σε γενικές γραμμές, χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα:

        • έμφαση στη διαβούλευση, λειτουργική αξιολόγηση της συμπεριφοράς, οικολογική αξιολόγηση του μαθητή (περιβάλλον & συστήματα που εφαρμόζονται για το σχεδιασμό του εκπαιδευτικού έργου), κοινωνικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές παρεμβάσεις,

        • εστίαση στα αποτελέσματα των παρεχόμενων εκπ/κών & υποστηρικτικών υπηρεσιών, στη λογοδοσία και στη λήψη αποφάσεων βάσει δεδομένων που συνδέουν άμεσα την αξιολόγηση με την παρέμβαση,

        • εστίαση στην ευεξία και υγεία, την πρόληψη, την παροχή συμβουλών και την οικοδόμηση ικανοτήτων, και όχι στην παθολογία, τις μειονεξίες και στην ετικετοποίηση, και

        • προσανατολισμός που να χαρακτηρίζεται από την παροχή ενός ολοκληρωμένου, ολιστικού προγράμματος υπηρεσιών σχολικής ψυχολογίας σε όλους τους μαθητές, τις οικογένειές τους και σε όσους τους υπηρετούν (εκπ/κές και βοηθητικές ειδικότητες), μέσα στο σχολικό σύστημα.

Ο σχολικός ψυχολόγος νιώθει υπεύθυνος και υπόλογος για το ψυχολογικό περιβάλλον του σχολείου και στηρίζει, αλλά και στηρίζεται σε αυτό τον ρόλο – την διατήρηση δηλαδή ενός θετικού υποστηρικτικού περιβάλλοντος μάθησης και ανέλιξης γύρω από τους μαθητές που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους.

Ο σχολικός ψυχολόγος θα πρέπει να επιδιώκει να έχει βασικές γνώσεις και δεξιότητες σε διάφορους τομείς της επιστήμης του ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τον ρόλο του σαν συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στον μαθητή, την οικογένεια και τους εκπ/κούς, αλλά και τις θεραπευτικές ειδικότητες, ένα είδος συναισθηματικού, συμπεριφορικού, αλλά και μαθησιακού (στον βαθμό που η μάθηση εξαρτάται από την ψυχολογική κατάσταση) «τροχονόμου».

Είναι ανάγκη να έχει υψηλή κατάρτιση, συναίσθημα ευθύνης και επικοινωνιακές δεξιότητες. Χωρίς να είναι νομικό προ-απαιτούμενο, η συμβουλευτική/θεραπευτική κατάρτιση, αλλά και η ουσιαστική κατανόηση της διδακτικής διαδικασίας, βοηθούν δραματικά.

Στις σύγχρονες κοινωνίες η έμφαση που δόθηκε από την προηγούμενη γενιά σχολικών ψυχολόγων στην αξιολόγηση των όποιων δυσκολιών (deficits), συνοδευόμενη και από την κατηγοριοποίηση και το ειδικό πλαίσιο φοίτησης, σιγά-σιγά ξεθωριάζει και εξελίσσεται σε ένα νέο παράδειγμα (κατά Kuhn), βάση του οποίου οι σχολικοί ψυχολόγοι εφαρμόζουν ένα ολοκληρωμένο σύνολο δεξιοτήτων αξιολόγησης και παρέμβασης σε κάθε επίπεδο του συστήματος. Αυτή η μετατόπιση της οπτικής για το πώς οι σχολικοί ψυχολόγοι και οι λοιποί ειδικοί (ειδικοί παιδαγωγοί, σχολικοί σύμβουλοι, σχολικοί νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, λογοθεραπευτές κ.ά.) λειτουργούν, μπορεί να συμβάλει με μοναδικό τρόπο στην σχολική επίτευξη και την προσωπική και κοινωνική ευεξία των μαθητών. Η ομάδα αυτή των ειδικών σε συνεργασία με γονείς, φορείς κτλ. καταρτίζουν και εφαρμόζουν τα Εξατομικευμένα Εκπ/κά Προγράμματα, μετατρέποντας το σχολείο σε ένα χώρο όχι απλά ακαδημαϊκής καλλιέργειας, αλλά ολοκληρωμένης υποστήριξης της ανάπτυξης, μόρφωσης και κοινωνικοποίησης των πολύτιμων παιδιών μας.

Ο σχολικός ψυχολόγος στην εκπαίδευση

Η εξέλιξη του ρόλου του σχολικού ψυχολόγου στο εκπαιδευτικό σύστημα

Η πρώτη αναφορά για την παρουσία ψυχολόγων στα ελληνικά σχολεία χρονολογείται στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (νόμος 1566/1985) και το έργο τους ήταν κατά κύριο λόγο η ανίχνευση και η υποστήριξη μαθητών με ειδικές ανάγκες και η κατάταξή τους σε σχολικές δομές ειδικής αγωγής.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετία του 2000 (νόμος 2817/2000), τους βρίσκουμε σε ειδικές υπηρεσίες που τότε είχαν την ονομασία Κέντρα Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΚΔΑΥ) και το έργο τους ήταν κυρίως η ταυτοποίηση των μαθητών που χρήζουν εξειδικευμένου πλαισίου φοίτησης και (δευτερευόντως) η υποστήριξη.

Ψυχολόγοι εργάστηκαν σε ειδικά σχολεία και σε μικρούς αριθμούς τις τελευταίες δεκαετίες. Αν και κατά κύριο λόγο χωρίς εξειδίκευση στη σχολική ψυχολογία οπότε συχνά η έμφαση δίνονταν στη κλινική ψυχολογία ή στη ψυχολογία στο χώρο της υγείας. Η σχολική ψυχολογία λοιπόν (τυπικά ή άτυπα) βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, έτσι ώστε να φτάσει να πληροί τις σύγχρονες προδιαγραφές και ανάγκες. Αναγκαία συνθήκη είναι και η παράλληλη ανάπτυξη της εκπαιδευτικής ψυχολογίας, που όντας περισσότερο ακαδημαϊκά/ερευνητικά προσανατολισμένη θα συνθέσει τα ερευνητικά δεδομένα του ευρύτερου χώρου προς όφελος τελικά των μαθητών μας.

Υπήρξε, επίσης, ανάγκη για υποστήριξη των γονέων, αλλά και των εκπαιδευτικών στη διδασκαλία/ διαπαιδαγώγηση μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς, με συναισθηματικές και μαθησιακές ανάγκες, που έχουν πλέον συμπεριληφθεί στο γενικό σχολείο.

Η εισαγωγή πρακτικών συμπερίληψης στα σχολεία δημιούργησε μια αύξηση του πληθυσμού των μαθητών που χρήζουν συνδρομής σχολικών ψυχολόγων. Και αφορά ένα ιδιαίτερο εύρος θεμάτων

… από ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες μέχρι σχολικό εκφοβισμό και διαζύγια, από την διαχείριση της καθημερινότητας, μέχρι την λήψη αποφάσεων ζωής…

Η οικονομική κρίση επιτείνει τα υπάρχοντα και δημιουργεί και πρόσθετα προβλήματα, άγχους, συγκρούσεων, αμφισβήτησης κτλ. Η βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ο σχολικός ψυχολόγος, ειδικά σε συνεργασία με ειδικότητες όπως ο κοινωνικός λειτουργός, ο σχολικός νοσηλευτής, ο παιδαγωγός της τάξης κ.ά., στην βάση της διεπιστημονικής διαφοροδιάγνωσης, μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική.

Η εκπαίδευση, οι δεξιότητες και η διαφορετική προσέγγιση που οι ψυχολόγοι φέρνουν στο σχολικό σύστημα σήμερα ξεπερνούν το «αναφορά, τεστ, θέση» μοντέλο των προηγούμενων ετών και έχουν συνεπώς αυξηθεί σε βάθος και εύρος. Το κίνημα για την συμπερίληψη δίνει την ευκαιρία και σε άλλους έλληνες σχολικούς ψυχολόγους να αρχίσουν να εφαρμόζουν ολόκληρο το φάσμα των δεξιοτήτων άλλους στα σχολεία.

Στα πλαίσια αυτά ιδρύθηκαν τα Σχολικά Δίκτυα Εκπαίδευσης και Υποστήριξης (ΣΔΕΥ) και οι Επιτροπές Διαγνωστικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΕΔΕΑΥ). Η ίδρυσή προσπαθεί να αντιμετωπίσει το μείζον θέμα και κρίσιμο ζήτημα για το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική συνοχή σε περιόδους οικονομικής κρίσης, που είναι η ουσιαστική ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα και η υποστήριξη για επιτυχή συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία των μαθητών με αναπηρία, ή/και εκπαιδευτικές ανάγκες. Αυτό επιχειρείται να επιτευχθεί μέσω αναδιάρθρωσης του ρόλου των Σχολικών Μονάδων Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΣΜΕΑΕ) και άλλους μετατροπής σε Κέντρα Υποστήριξης Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΕΑΕ), συντονιστικά κέντρα των ΣΔΕΥ-ΕΔΕΑΥ δηλαδή, με στόχους:

  • την ενδυνάμωση του γενικού σχολείου ώστε να λειτουργεί για όλους τους μαθητές χωρίς διακρίσεις, να διευκολύνει την πρόσβαση και τη συμμετοχή των μαθητών με αναπηρία και να προλαμβάνει τη σχολική αποτυχία και τη σχολική διαρροή,
  • την αλλαγή σχέσης του γενικού σχολείου και του Κέντρου Διάγνωσης Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ) με το ειδικό σχολείο μετατρέποντας το σε κέντρο έγκαιρης υποστήριξης των γενικών σχολείων, των μαθητών και των οικογενειών τους,
  • την αλλαγή του προτύπου οργάνωσης ειδικής αγωγής και δράσης των στελεχών, με επιμόρφωση στα ανθρώπινα δικαιώματα και καλές πρακτικές εκπαίδευσης των μαθητών με αναπηρία και
  • τη διασφάλιση επαρκούς στελέχωσης των Ειδικών Διεπιστημονικών Επιτροπών Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΕΔΕΑΥ) και των Κέντρων Διάγνωσης Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ) με στόχο την αποτελεσματικότερη διεπιστημονική υποστήριξη των μαθητών με αναπηρία.

Με δύο λόγια την ψυχοκοινωνική ενίσχυση των γενικών σχολείων με στόχο να ανταπεξέλθουν στις σύγχρονες απαιτήσεις. Ρόλο κλειδί σε αυτή την προσπάθεια καλείται να παίξει, μαζί με άλλους ειδικούς και ο σχολικός ψυχολόγος.

Προσόντα Σχολικών Ψυχολόγων

Οι σχολικοί ψυχολόγοι εκπαιδεύονται σε μεταπτυχιακό επίπεδο, ως επιστήμονες πεδίου. Οι γνώσεις και τις δεξιότητές τους θα πρέπει να περιλαμβάνουν τους τομείς της μάθησης, της συμπεριφορά και των ατομικών διαφορών, της αξιολόγησης και της παρέμβασης, της μεθοδολογίας της έρευνας, καθώς και της αξιολόγησης προγραμμάτων. Οι σχολικοί ψυχολόγοι είναι οι μόνοι μεταξύ των ψυχολόγων που έχουν την κατάρτιση και την εμπειρία τόσο της ψυχικής υγείας και όσο και των εκπαιδευτικών θεμάτων. Τα θέματα της ψυχικής υγείας έχουν όχι μόνο σημαντικές επιπτώσεις σε ένα παιδί ή στη συμπεριφορά των εφήβων στο σχολείο, αλλά επίσης μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τη μαθησιακή διαδικασία. Με τη σειρά τους, οι μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να επηρεάσουν την κοινωνική, συναισθηματική και συμπεριφορική προσαρμογή του μαθητή. Οι ψυχολόγοι παρέχουν μια ολοκληρωμένη υπηρεσία που απευθύνεται στο παιδί ή τον έφηβο εντός των πολλών πλαισίων στα οποία ο μαθητής ζει (π.χ. σχολείο, σπίτι, κοινότητα). Όπως ήδη αναφέραμε ως σχολικοί ψυχολόγοι μπορεί να εργάζονται και ψυχολόγοι που δεν έχουν τυπικά την σχετική ειδικότητα σε μεταπτυχιακό επίπεδο, αλλά η εμπειρία, η κατάρτιση (σεμινάρια, μετεκπαιδεύσεις κτλ.) και τα ενδιαφέροντά τους, τούς οδηγούν σε αυτό τον ρόλο. Καθώς γνώμονας είναι η ανάγκες των μαθητών μας, το ζωντανό μέλλον, όλοι ανεξαιρέτως (με τυπική ή όχι ειδίκευση) οφείλουν να προσπαθήσουν να ανταπεξέλθουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και κατά κανόνα, αυτό κάνουν. Σε αυτό τον δρόμο προσπαθεί να φανεί όσο χρήσιμος είναι δυνατόν και ο παρών οδηγός.

Αποστολή

Η αποστολή των σχολικών ψυχολόγων είναι να προωθήσουν ένα περιβάλλον, εκπαιδευτικά λειτουργικό και ψυχολογικά υγιές, για όλα τα παιδιά και τους νέους μέσω της εφαρμογής αποτελεσματικών προγραμμάτων που βασίζονται στην έρευνα, που προλαμβάνουν ή αντιμετωπίζουν προβλήματα, ενισχύουν της αυτονομία και προωθούν τη βέλτιστη μάθηση.

Φιλοσοφία

  • Όλα τα παιδιά και οι νέοι αξίζουν μια ελεύθερη και κατάλληλη εκπαίδευση σε ένα ασφαλές και υγιές σχολικό περιβάλλον που προωθεί τη γνωστική, σωματική, κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη και ενθαρρύνει τη συμμετοχή της οικογένειας.
  • Η μελλοντική ευημερία μιας κοινότητας εξαρτάται από την ορθή χρήση όλων των πόρων και την πρόσβαση σε αυτούς από όλα τα άτομα.
  • Τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα σε κοινότητες όπου οι εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς αντιμετωπίζονται με σεβασμό και συνεργάζονται αποτελεσματικά.
  • Όλα τα παιδιά έχουν δικαίωμα σε φροντίδα και στην εκπ/ση.
  • Οι έγκαιρες αποτελεσματικές παρεμβάσεις και οι υποστηρικτικές υπηρεσίες μπορούν να προετοιμάσουν καλύτερα τα παιδιά για την επιτυχία στο μέλλον.
  • Οι σχολικοί ψυχολόγοι είναι παράγοντες και καταλύτες αλλαγής. Συνεργάζονται με τους βασικούς ενδιαφερόμενους σε οικογένειες, σχολεία και κοινότητες για την προώθηση της υγιούς ανάπτυξη όλων των παιδιών και των νέων.
  • Οι σχολικοί ψυχολόγοι έχουν κατάρτιση και εμπειρία που καλύπτει τη μάθηση και τη γνωστική λειτουργία, καθώς και τη κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη, και παρέχουν μια ολοκληρωμένη υπηρεσία στο πλαίσιο του σχολείου.
  • Οι σχολικοί ψυχολόγοι σέβονται τις ατομικές διαφορές των μαθητών και των οικογενειών, και αναγνωρίζουν ότι η ποικιλομορφία συμβάλλει στη δημιουργία μιας ισχυρής και δίκαιης κοινωνίας.
  • Οι σχολικοί ψυχολόγοι εξυπηρετούν μαθητές όλων των ηλικιών και τις οικογένειές τους, καθώς και γενικότερα το σχολικό σύστημα (π.χ. παρέχοντες ενδοσχολική επιμόρφωση σε θέματα της αρμοδιότητάς τους).

Ο μαθητικός πληθυσμός ως ο πληθυσμός ενασχόλησης των Σχολικών Ψυχολόγων

Οι σχολικοί ψυχολόγοι μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να αναπτύξουν τις βέλτιστες δεξιότητες για την σχολική επιτυχία, την κοινωνικοποίηση και την συναισθηματική ανάπτυξη (ολοκλήρωση).

Σύνολο του πληθυσμού του σχολείο: Οι σχολικοί ψυχολόγοι παρεμβαίνουν στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού μέσω προγραμμάτων πρωτοβάθμιας πρόληψης, όπως π.χ. προγράμματα προληπτικού ελέγχου σε επίπεδο σχολείου για την έγκαιρη διάγνωση αναγκών και προβλημάτων μάθησης ή/και συμπεριφοράς, προγράμματα ευαισθητοποίησης κατά της βίας, προώθησης ευεξίας (π.χ. σχολικό άγχος), προγράμματα προσωπικής και σχολικής ασφάλειας (π.χ. ψυχολογικές πρώτες βοήθειες) και πρωτοβουλίες στήριξης οικογένειας.

Μεμονωμένοι μαθητές: Υπάρχουν μερικοί μαθητές σε ένα σχολείο που χρήζουν πιο άμεσης παρέμβασης. Αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει εκτιμήσεις της συμπεριφοράς, μάθησης, αναπτυξιακών και συναισθηματικών προβλημάτων, καθώς και την ανάπτυξη προγραμμάτων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των αναγκών που προσδιορίστηκαν μέσα από την πορεία της αξιολόγησης ή από το σχολείο και την παρατήρηση.

Εκπαιδευτικοί, οικογένειες, κοινότητα επαγγελματιών υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών: Η αντιμετώπιση των ψυχολογικών αναγκών των μαθητών περιλαμβάνει συχνά μια συντονισμένη και συλλογική δέσμευση από την πλευρά μαθητών, οικογενειών, εκπαιδευτικών, κοινότητας επαγγελματιών υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών. Ενώ ο σχολικός ψυχολόγος μπορεί να παρέχει μόνο μερικές από τις αναγκαίες υπηρεσίες, ταυτόχρονα θα πρέπει να συμμετέχει στον συντονισμό των άλλων.

Ρόλοι και Ευθύνες των Σχολικών Ψυχολόγων

Επειδή εργάζονται άμεσα στο εκπαιδευτικό περιβάλλον, οι σχολικοί ψυχολόγοι είναι εξοικειωμένοι με τα μοναδικά χαρακτηριστικά, το σχολικό σύστημα, και την τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική. Οι σχολικοί ψυχολόγοι συνεργάζονται με το σχολείο, την διεύθυνση και με κοινοτικές ομάδες, όντας φορείς εξειδικευμένης γνώσης της παιδικής και εφηβικής ανάπτυξης, καθώς και μιας προσέγγισης αξιολόγησης με βάση την εμπειρία και παρέμβασης στα καθημερινά προβλήματα των μαθητών. Το εύρος και το βάθος της εκπαίδευσης ψυχολόγων στην αξιολόγηση, παρέμβαση, έρευνα και αξιολόγηση σε ατομικό, ομαδικό και συστημικό (πιθανώς) επίπεδο συνιστά σημαντική συνεισφορά στην ομάδα του σχολείου. Οι σχολικοί ψυχολόγοι συμπληρώνουν τη διαφορετική εκπαίδευση και τις προσεγγίσεις των άλλων επαγγελματιών του σχολείου με τους οποίους συνεργάζονται, ώστε οι ομάδες να παρέχουν την πιο αποτελεσματική και ολοκληρωμένη εξυπηρέτηση των παιδιών και των εφήβων στα σχολεία μας.

Τα επίπεδα παρέμβασης των σχολικών ψυχολόγων

Η εστιασμένη στον μαθητή έμμεση παρέμβαση:

Συμβαίνει όταν ο σχολικός ψυχολόγος δουλεύει με τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και το κατάλληλο (ανάλογα) ειδικό εκπ/κό και ειδικό βοηθητικό προσωπικό στο σχεδιασμό εκπαιδευτικών και συμπεριφορικών παρεμβάσεων για συγκεκριμένους μαθητές. Αυτού του είδους οι παρεμβάσεις μπορούν να περιλαμβάνουν:

  • Διαβούλευση με εκπαιδευτικούς, άλλες ειδικότητες και υπεύθυνους της διοίκησης την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονται με τη συμπεριφορά σε ατομικό επίπεδο και σε επίπεδο τάξης και τις μαθησιακές δυσκολίες.
  • Σχεδιασμό προγραμμάτων με βάσει λειτουργικές αξιολογήσεις της συμπεριφοράς / μάθησης στις οποίες οι ψυχολόγοι παρέχουν συμβουλές για προσαρμογές του αναλυτικού προγράμματος και για παροχή διευκολύνσεων που ανταποκρίνονται στο στυλ μάθησης, το γνωστικό προφίλ, το αναπτυξιακό επίπεδο, ή τις ανάγκες συμπεριφοράς του μαθητή.
  • Συνεργασία με τους γονείς για την καλύτερη κατανόηση των μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς, κοινωνικό-συναισθηματικές και μαθησιακές δυσκολίες και για να ενσωματωθούν καλύτερα οι στρατηγικές παρέμβασης σε όλα τα πλαίσια στα οποία οι μαθητές ζουν και μαθαίνουν.
  • Καθορισμός στόχου. Οι σχολικοί ψυχολόγοι ερμηνεύουν τα δεδομένα της αξιολόγησή τους και τα χρησιμοποιούν στο καθορισμό ρεαλιστικών στόχων που βασίζονται στις δυνατότητες/δυνατά σημεία και τις ανάγκες του μαθητή.
  • Παροχή βοήθειας στους εκπαιδευτικούς. Οι σχολικοί ψυχολόγοι διαβουλεύονται με τους εκπαιδευτικούς και προτείνουν στρατηγικές διδασκαλίας με βάση την ιδιαίτερη φύση της μάθησης ή της δυσκολίας συμπεριφοράς του κάθε μαθητή.
  • Δια-υπηρεσιακή δικτύωση. Οι σχολικοί ψυχολόγοι συνεργάζονται και συντονίζονται με άλλους οργανισμούς για την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών για το παιδί ή τον έφηβο (με τη βοήθεια και του Κοινωνικού Λειτουργού).
  • Παραπομπές. Οι σχολικοί ψυχολόγοι συνεργάζονται με τους κοινωνικούς λειτουργούς ώστε να διευκολύνουν τις παραπομπές σε άλλους οργανισμούς και επαγγελματίες, όπως απαιτείται.

Εστιασμένες στο μαθητή άμεσες παρεμβάσεις:

Περιλαμβάνουν τη ψυχολογική αξιολόγηση ή / και παρέμβαση (π.χ. διαταραχές της συμπεριφοράς ή γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία) με ένα μαθητή. Η παρέμβαση απευθύνεται σε μαθητές με διαπιστωμένα ή πρόσφατα εμφανιζόμενα προβλήματα, που μερικές φορές έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Ορισμένες φορές η παρέμβαση στοχεύει στη κατανόηση και διευθέτηση των δυσκολιών του μαθητή μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Σε άλλες περιπτώσεις, η παρέμβαση απευθύνεται σε μαθητές που διατρέχουν κίνδυνο εγκατάλειψης ή απομάκρυνσης από το σχολείο (π.χ. άτομα με σοβαρές διαταραχές διασπαστικής συμπεριφοράς), και για τους οποίους οι αναμενόμενες παρεμβάσεις δεν απέδωσαν. Αυτές οι περιπτώσεις μαθητών ίσως χρήζουν αυτό που ονομάζεται επείγουσα & ειδική παρέμβαση (π.χ. όταν υπάρχει κίνδυνος εγκατάλειψης του σχολείου) που απορρέουν από χρόνια προβλήματα (π.χ. ένα μακροχρόνιο ιστορικό προβληματικής και αποδιοργανωτικής συμπεριφοράς στο σχολείο). Τέτοιες υπηρεσίες παρέμβασης περιλαμβάνουν συνήθως πιο εντατική υποστήριξη με τη μορφή των προγραμμάτων εναλλακτικής εκπαίδευσης, μακροπρόθεσμή ατομική ή οικογενειακή ψυχολογική παρέμβασης, αποκατάσταση και στήριξη φοίτησης μαθητών που εγκατέλειψαν το σχολείο, και πιθανές παρεμβάσεις προστασίας οικογένειας. Ενώ αυτού του είδους οι υπηρεσίες δεν παρέχονται συνήθως απευθείας από το σχολικό ψυχολόγο, ο σχολικός ψυχολόγος συνεργάζεται και διαβουλεύεται κατά την παροχή τους.

  • Ατομική ψυχολογική αξιολόγηση. Ο κορμός της ψυχολογικής αξιολόγησης είναι συχνά τα ψυχολογικά τεστ. Ωστόσο, η ερμηνεία της ψυχολογικής δοκιμής γίνεται στο πλαίσιο άλλων πληροφοριών που συλλέγονται και ερμηνεύονται από τον ψυχολόγο. Αυτές οι πληροφορίες περιλαμβάνουν: παρατηρήσεις στην τάξη, έλεγχος του αρχείου, συγκέντρωση πληροφοριών ατομικού ιστορικού μέσα από συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, συλλογή λειτουργικών στοιχείων συμπεριφοράς, και έλεγχος άλλων επαγγελματικών εκτιμήσεων του παιδιού ή εφήβου. Η ψυχολογική δοκιμή περιλαμβάνει τη χορήγηση και ερμηνεία τυποποιημένων αντικειμενικών και προβολικών ψυχολογικών τεστ για την αξιολόγηση περιοχών και λειτουργιών όπως: γνωστική ανάπτυξη, μνήμη, γλώσσα, εκτελεστική λειτουργία, οπτική αντίληψη, ακουστική αντίληψη, γλωσσική ανάπτυξη, οπτικές κινητικές δεξιότητες, ακαδημαϊκές γνώσεις, και κοινωνικό- συναισθηματική ανάπτυξη / προσαρμογή. Τα δεδομένα μιας ολοκληρωμένης ψυχολογικής αξιολόγησης κατευθύνουν τις προτάσεις του ψυχολόγου σχετικά με τις στρατηγικές παρέμβασης για τους γονείς και τους δασκάλους.
  • Ατομική συμβουλευτική/θεραπεία. Οι σχολικοί ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τεκμηριωμένες ψυχολογικές παρεμβάσεις, όπως η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, θεραπεία χαλάρωσης, ορθολογική συναισθηματική θεραπεία, θεραπεία κοινωνικών δεξιοτήτων κ.ά. Αυτές βοηθούν το μαθητή και τους άλλους να κατανοήσουν καλύτερα τη φύση του προβλήματος ή του προσωπικού ζητήματος, να το λύσουν ή να το διαχειριστούν με το καλύτερο τρόπο, καθώς και στο να προληφθούν μελλοντικά προβλήματα. Οι παρεμβάσεις μπορούν επίσης να βοηθήσουν στο σχεδιασμό προγραμμάτων για το μέλλον, στο πλαίσιο των θεμάτων ή προβλημάτων που σχετίζονται με την σχολική επιτυχία. Το είδος της παρέμβασης έχει να κάνει με τις ανάγκες του μαθητής, αλλά και με την κατάρτιση του ψυχολόγου. Σε αυτό τον τομέα η πολιτεία οφείλει να τον στηρίζει να αναζητά συνεχώς πιο ολοκληρωμένη εκπ/ση (όπως άλλωστε και όλους τους επιστήμονες της εκπ/σης).
  • Ανάπτυξη δεξιοτήτων συμπεριφοράς ομάδας. Οι σχολικοί ψυχολόγοι συχνά καλύπτουν τις ανάγκες ενός αριθμού των μαθητών με την οργάνωση ομάδων που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα θέματα ή στη βελτίωση των συγκεκριμένων ικανοτήτων. Μερικά παραδείγματα είναι η εκπαίδευση κοινωνικών δεξιοτήτων, η κατάρτιση σε θέματα διαχείρισης θυμού, διαχείριση του στρες, καθώς και οι επιπτώσεις του διαζυγίου για τα παιδιά και τους εφήβους.

Παρεμβάσεις σε επίπεδο σχολείου:

Βοηθούν ένα σχολείο στις προσπάθειές του να βελτιώσει τον τρόπο του να ανταποκρίνεται στις ανάγκες ψυχικής υγείας και μάθησης των μαθητών μέσω παροχής συγκεκριμένων υπηρεσιών. Αυτού του είδους οι παρεμβάσεις περιλαμβάνουν τα παρακάτω:

  • Συνδετικός κρίκος. Ο σχολικός ψυχολόγος λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους εκπ/κούς του σχολείου, στους γονείς και σε αυτές τις δύο ομάδες.
  • Συνεργασία. Ο σχολικός ψυχολόγος συνεργάζεται με τους εκπ/κούς, τους γονείς, διαγνωστικά κέντρα, άλλες ειδικότητες κτλ. με στόχο την συμπερίληψη όλων των μαθητών μέσα στο σχολείο.
  • Ενδοϋπηρεσιακή εκπαίδευση. Ο σχολικός ψυχολόγος παρέχει ενδοσχολική κατάρτιση για εκπαιδευτικούς και (τυχόν) διοικητικούς υπαλλήλους σε τομείς όπως: υποστήριξη συμπεριφοράς, στρατηγικές διαχείρισης τάξης, κατανόηση δύσκολων ή ασυνήθιστων περιπτώσεων, καθώς και διαχείριση άγχους.
  • Πρόληψη. Ο σχολικός ψυχολόγος παρέχει συμβουλές σχετικά με την πρόληψη και την παρέμβαση των προγραμμάτων σε επίπεδο σχολείου που διευκολύνουν την ανάπτυξη ενός θετικού – υποστηρικτικού σχολικού περιβάλλοντος.
  • Διαβούλευση. Ο σχολικός ψυχολόγος διαβουλεύεται με τους εκπαιδευτικούς, το υπόλοιπο ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό και (τυχόν) διοικητικούς υπαλλήλους ή βοηθητικό προσωπικό του σχολείου (ανάλογα με τις ανάγκες) για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τους διαφορετικούς τρόπους μάθησης και τις συμπεριφορές που συνδέονται συνήθως με διάφορα προβλήματα κοινωνικό-συναισθηματικής και συμπεριφορικής φύσεως.
  • Καλές πρακτικές. Ο σχολικός ψυχολόγος παρέχει πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα έρευνα σχετικά με τις παρεμβάσεις στον τομέα των παιδιών και των εφήβων ψυχικής υγείας και διαφόρων δύσκολων περιπτώσεων.
  • Σχεδιασμός. Ο σχολικός ψυχολόγος συμμετέχει στο σχεδιασμό και την υλοποίηση εξέτασης και αξιολόγηση των προγραμμάτων σε επίπεδο σχολείου.
  • Μετα – παρεμβάσεις – Μετά από κάθε τραγικό συμβάν που επηρεάζει το σχολείο ως σύνολο, ο σχολικός ψυχολόγος συντονίζει τον απολογισμό και την εκτόνωση της έντασης των μαθητών και του προσωπικού, και συνεχίζει να παρακολουθεί τους μαθητές και το προσωπικό για να εξασφαλιστεί η ομαλή αποκατάσταση τους και να γίνουν οι απαραίτητες παραπομπές κριθούν αναγκαίες (π.χ περιστατικού θρήνου / πένθους).
  • Διδασκαλία – Ο ψυχολόγος του σχολείου μπορεί να έχει θετική συμβολή στη δημιουργία και λειτουργία σχολής γονέων και στην παροχή ευκαιριών για ενδοσχολική εκπαίδευση.

Οι παρεμβάσεις σε επίπεδο διεύθυνσης εκπαίδευσης / συστήματος:

Βοηθούν το σύστημα στο σύνολό του να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά του στην αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολιών και προβλημάτων ψυχικής υγείας των μαθητών. Περιλαμβάνει θέματα όπως:

  • Ενδοϋπηρεσιακή εκπαίδευση. Ο σχολικός ψυχολόγος παρέχει ενδοϋπηρεσιακή κατάρτιση σε επίπεδο ΣΔΕΥ (ή αρμοδιότητας ΚΕΔΔΥ) για το εκπαιδευτικό προσωπικό σχετικά με την παιδική και την εφηβική ανάπτυξη, υποστήριξη συμπεριφοράς και διαχείριση της τάξης, διαχείριση δύσκολων περιπτώσεων κτλ..
  • Φιλτράρισμα. Ο σχολικός ψυχολόγος αναπτύσσει και υλοποιεί (ή συμμετέχει σε αντίστοιχες ομάδες) από νωρίς προγράμματα προληπτικού ελέγχου στα σχολεία για τον έγκαιρο εντοπισμό μαθητών που διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων μάθησης ή συμπεριφοράς μέσα στην τάξη, ώστε να εφαρμοστούν οι κατάλληλες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των αναγκών του κάθε μαθητή πριν εξελιχθούν σε χρόνια προβλήματα.
  • Αξιολόγηση. Ο σχολικός ψυχολόγος βοηθά με τη συλλογή στοιχείων και την αξιολόγηση της ψυχικής υγείας και των παρεμβάσεων ειδικής αγωγής σε επίπεδο συστήματος (όλο το σχολείο ή σχολεία που εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σύνολο, π.χ. ΣΔΕΥ).
  • Βέλτιστες πρακτικές. Ο σχολικός ψυχολόγος εξετάζει και ενημερώνει σχετικά με την τρέχουσα εκπαιδευτική και ψυχολογική έρευνα σχετικά με θέματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους εκπαιδευτικούς.
  • Προγράμματα παρέμβασης. Ο σχολικός ψυχολόγος βοηθά στην ανάπτυξη, υλοποίηση, ή διαβούλευση με ολόκληρο το σύστημα των προγραμμάτων παρέμβασης (π.χ. παρεμβάσεις και υποστήριξη θετικής συμπεριφοράς, επίλυση συγκρούσεων, κοινωνικές δεξιότητες, προγράμματα πρόληψης σχολικού εκφοβισμού, πρόληψης σχολικής διαρροής, πρόληψης βίας, παρέμβασης και αντιμετώπισης κρίσεων, προγράμματα εναλλακτικής εκπαίδευσης).
  • Δράσεις εκτός τάξης. Ο σχολικός ψυχολόγος αναπτύσσει και υλοποιεί προγράμματα και ενημερωτικές συναντήσεις για γονείς με μια ποικιλία θεμάτων.
  • Δικτύωση Ο σχολικός ψυχολόγος υπηρετεί σε επιτροπές και προγράμματα πολλαπλών φορέων, και συνεργάζεται με διάφορους φορείς στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη του προγράμματος.
  • Υπεράσπιση. Ο σχολικός ψυχολόγος συνηγορεί (σε όποιο επίπεδο κληθεί, π.χ. ως πραγματογνώμονας ή στα πλαίσια πειθαρχικών συνεδριάσεων συλλόγων διδασκόντων) υπέρ των παιδιών και εφήβων με μαθησιακές, αναπτυξιακές, κοινωνικό-συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες.

Έρευνα.

Η εκπαίδευση των ψυχολόγων έχει ακαδημαϊκά ερείσματα το οποίο σημαίνει ότι η γνώση και οι δεξιότητες για την επιστήμη της ψυχολογίας είναι εξίσου σημαντική με την πρακτική της ψυχολογίας, όπως είναι οι γνώσεις και δεξιότητες για την άσκηση του επαγγέλματος. Οι δεξιότητες στους τομείς του σχεδιασμού της έρευνας και της στατιστικής ανάλυσης επιτρέπουν στους ψυχολόγους να κατευθύνουν ή να παρέχουν συμβουλές σχετικά με ερευνητικά προγράμματα στο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Ο ρόλος του ψυχολόγου στη σχολική έρευνα μπορεί να περιλαμβάνει: μελέτη και προγραμματισμό ερευνητικού έργου, συλλογή δεδομένων, ανάλυση δεδομένων, ερμηνεία αποτελεσμάτων, καθώς και μεταφορά των ευρημάτων της έρευνας σε πρακτικές εφαρμογές. Παραδείγματα ερευνητικών σχολικών προγραμμάτων θα μπορούσαν να σχετίζονται με την εξέταση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων συμπεριφορικών και εκπαιδευτικών παρεμβάσεων και με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της εγκυρότητας των διαφόρων ομαδικών και ατομικών μέτρων αξιολόγησης. Υπάρχουν πολλά εθνικά και διεθνή περιοδικά εκπαιδευτικής ψυχολογίας που διατίθενται για τη δημοσίευση της σχολικής ψυχολογικής έρευνας.

Αν και δεν ασχολούνται όλοι οι εν ενεργεία ψυχολόγοι ενεργά με την έρευνα, η ερευνητική βιβλιογραφία θα πρέπει να καθοδηγεί την πρακτική τους και να έχουν την ηθική ευθύνη να ενημερώνονται σχετικά με τις σύγχρονες εξελίξεις.

Η Ψυχολογική Αξιολόγηση στο Σχολικό Σύστημα

Στην Ελλάδα, κυρίως στα πλαίσια των ΚΕΔΔΥ (πρώην ΚΔΑΥ) και τώρα και στα πλαίσια των ΣΔΕΥ- ΕΔΕΑΥ, μπορούμε να μιλήσουμε για πρωτοβάθμια αξιολόγηση / διάγνωση και παρέμβαση με το ΚΕΔΔΥ σε δευτεροβάθμιο ρόλο. Επίσης στόχος της ΕΔΕΑΥ είναι κυρίως η παραμονή στην σχολική μονάδα, ενώ το ΚΕΔΔΥ μπορεί και να ανακατευθύνει τον μαθητή σε πιο κατάλληλη σχολική μονάδα εφόσον π.χ. η πρωτοβάθμια παρέμβαση δεν βοήθησε επαρκώς τον μαθητή. Την αξιολόγηση σε κάθε επίπεδο την κάνει η ομάδα ειδικών επιστημόνων. Η λειτουργία του ψυχολόγου είναι καταλυτική καθώς από την βασική του ακόμα εκπαίδευση έχει έρθει σε επαφή – ως ειδικός της ψυχικής υγείας – με τις διαγνωστικές μεθόδους και προσεγγίσεις. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να θυμόμαστε πως ο χώρος της εκπαίδευσης είναι κατ’ εξοχήν διεπιστημονικός και μια ολοκληρωμένη γνωμάτευση μαθητού είναι γνωστικό-συναισθηματική και κοινωνικό-συναισθηματική με έμφαση σχεδόν πάντα στο μαθησιακό κομμάτι (λόγω εκπαίδευσης).

Μέσα σε ένα σχολικό σύστημα χωρίς αποκλεισμούς, η ψυχολογική αξιολόγηση επικεντρώνεται στον εντοπισμό και την κάλυψη των αναγκών του κάθε μαθητή.

Η ψυχολογική αξιολόγηση αποτελεί μία αντικειμενική μέτρηση των δειγμάτων συμπεριφοράς συμπεριλαμβανομένων των αιτιών, της σπουδαιότητας και των συνεπειών της. Μπορεί να περιλαμβάνει αξιολόγηση για τους παρακάτω τομείς:

        • κοινωνική προσαρμογή / διαπροσωπικές σχέσεις

        • συναισθηματική κατάσταση / διαχείριση συγκρούσεων, άγχους κτλ.

        • προσωπικότητα

        • γνωστική / αναπτυξιακή λειτουργία

        • επεξεργασία γλώσσας

        • επεξεργασία πληροφοριών / μαθησιακό στυλ

        • οπτικοκινητική ανάπτυξη

        • εκτελεστική λειτουργία (δηλαδή προσοχή, έλεγχος της παρόρμησης)

        • επάρκεια

        • ακαδημαϊκή επίδοση / «δυνατά» σημεία

        • κίνητρα

Οι πληροφορίες που προκύπτουν από την αξιολόγηση χρησιμοποιούνται στο σχεδιασμό ειδικών εκπαιδευτικών και συμπεριφορικών παρεμβάσεων για το μαθητή, καθώς και στον καθορισμό ρεαλιστικών, πραγματοποιήσιμων στόχων. Η ψυχολογική αξιολόγηση, μαζί με τις πληροφορίες από πολυάριθμες πηγές και άλλους επαγγελματίες, συμβάλλει στην περαιτέρω κατανόηση του παιδιού ή έφηβου ως ολότητα.

Μια ψυχολογική αξιολόγηση περιλαμβάνει τη χρήση επίσημων, ψυχο-διαγνωστικών διαδικασιών που απαιτούν σε ένα σημαντικό βαθμό κατάρτιση, εμπειρία, και συνεχή αναβάθμιση των γνώσεων. Τα ψυχολογικά τεστ και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση αποτελούν επιστημονικά και βασισμένα στην έρευνα εργαλεία. Η κατανόηση, η διαχείριση και η ερμηνεία των ψυχολογικών τεστ απαιτούν πολλές ώρες μεταπτυχιακών μαθημάτων ψυχολογίας, καθώς και εποπτευόμενη πρακτική εργασία τόσο πριν όσο και μετά τη λήψη της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του ψυχολόγου. Στα χέρια άπειρων, χωρίς επίβλεψη, ή ανεκπαίδευτων ατόμων, η διαχείριση και η αξιολόγηση των τεστ οδηγούν σε λανθασμένη ερμηνεία των στοιχείων αξιολόγησης, εσφαλμένη και ακατάλληλη διάγνωση, αναποτελεσματικές και, ενδεχομένως επιβλαβείς παρεμβάσεις. Για ένα παιδί που το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του καταλήγει σε λάθος συμπέρασμα (π.χ. οριακή νοημοσύνη, αντί για μαθησιακή δυσκολία ή διάσπαση προσοχής), μπορεί να υπάρξουν σοβαρές και σημαντικές επιπτώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν σε αρνητικές σχολικές εμπειρίες, κλειστές πόρτες και χαμένες ευκαιρίες· και όλα αυτά λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης και διαχείρισης του πραγματικού προβλήματος του παιδιού.

Επαγγελματισμός και ψυχολογικές αξιολογήσεις. Μια ψυχολογική αξιολόγηση περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από την απλή διεξαγωγή και βαθμολόγηση των τεστ. Παρατηρήσεις για σημαντικές πτυχές της συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια του τεστ, όπως άγχος, κούραση, παράγοντες που επηρεάζουν την προσοχή και το κίνητρο του μαθητή, παίζουν σημαντικό ρόλο. Ο ψυχολόγος πρέπει να είναι καταγράφει προσεκτικά την επίδραση τέτοιων διαδικασιών κατά τη διάρκεια αξιολόγησης του μαθητή. Ειδικές τεχνικές συχνά απαιτούνται για να συμβάλλουν στη βέλτιστη απόδοση για ορισμένα παιδιά και εφήβους. Η ερμηνεία της επίδοσης του μαθητή πρέπει να λάβει υπόψη διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση και την ενσωμάτωση αυτών των παραγόντων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο γνώσεων όσον αφορά την κατασκευή του τεστ, τις θεωρητικές γνώσεις του παιδιού και του εφήβου, τη θεωρία μάθησης, τις ψυχολογικές διεργασίες και τη μοναδικότητα παιδιού και εφήβου. Ένας έμπειρος και καλά εκπαιδευμένος ψυχολόγος είναι σε θέση να λάβει υπόψη και να συνδυάσει όλα τα παραπάνω με το καλύτερο δυνατό τρόπο, για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Η λεπτομερής κατανόηση στατιστικών και ψυχομετρίας (κατασκευή τεστ) απαιτείται για την ακριβή ερμηνεία των ψυχολογικών δοκιμασιών. Για την ερμηνεία των διαφόρων τύπων των βαθμολογιών, είναι απαραίτητο να υπάρχει κατανόηση του πως αυτά παράγονται, τι σημαίνουν και πώς συγκρίνονται με άλλους τύπους στατιστικών μέτρων. Επιπλέον, ο εξεταστής πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει τα τεχνικά στοιχεία των επιλεγμένων κλιμάκων από την άποψη χαρακτηριστικών όπως το κύρος, η αξιοπιστία, η τυποποίηση και η κατασκευή των τεστ. Εναπόκειται στους ψυχολόγους να αποδείξουν ότι τα τεστ και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούν για να καταλήξουν σε διάγνωση και ερμηνεία έχουν εγκυρότητα, αξιοπιστία, και έχουν χρησιμοποιηθεί κατάλληλα. Σχετικά λογισμικά σήμερα είναι διαδεδομένα και υπόκεινται επίσης στις ανωτέρω παρατηρήσεις.

Η κατάλληλη ερμηνεία της ψυχολογικής αξιολόγησης απαιτεί εξοικείωση με τις νέες εξελίξεις και με τις τρέχουσες μελέτες. Η ακριβής ψυχολογική διάγνωση είναι ένα πολύ δύσκολο έργο, ακόμα και για έναν έμπειρο ψυχολόγο πεδίου. Η διάγνωση πολλών νοσολογικών οντοτήτων μπορεί να οδηγήσει σε πολύ συγκεκριμένες οδηγίες για τη θεραπεία και προγνώσεις για το αποτέλεσμα. Μη ψυχολόγοι, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στο να προτείνουν ότι ένα παιδί ή ένας έφηβος μπορεί να έχουν κάποιο συγκεκριμένο είδος ψυχολογικής διαταραχής. Σύμφωνα με το ICD 10 (WHO) υπάρχουν πολλές ψυχιατρικές διαταραχές που συχνά εντοπίζονται για πρώτη φορά κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία (παιδική ψύχωση ή παιδική κατάθλιψη). Επιπλέον, υπάρχουν επίσης μια σειρά από ψυχολογικές διαταραχές που μπορεί να διαγνωσθούν και σε ενήλικες και σε παιδιά.

Όσοι ασχολούνται με την ψυχολογική αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ηθικά θέματα, όπως η εμπιστευτικότητα και η προστασία των δικαιωμάτων του μαθητή. Η υπεύθυνη και συνειδητή συναίνεση από έναν ενήλικα μαθητή ή από έναν γονέα ή κηδεμόνα νεότερου μαθητή είναι απολύτως απαραίτητη. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται από την αξιολόγηση θα πρέπει να διατίθενται μόνο σε εκείνα τα πρόσωπα που ασχολούνται με τη διδασκαλία και τη μαθησιακή διαδικασία του παιδιού. Οι εκθέσεις ή τα πρωτόκολλα των τεστ δεν θα πρέπει να μεταφερθούν σε άλλες υπηρεσίες ή επαγγελματίες χωρίς ενημέρωση και συγκατάθεση (των γονέων ή της υπηρεσίας). Οι ψυχολογικές εκθέσεις είναι ιδιοκτησία της σχολικής υπηρεσίας, και θα πρέπει να φυλάσσονται σε ασφαλείς περιοχές και υπάγονται στο εμπιστευτικό πρωτόκολλο του σχολείου. Όταν ένας μαθητής δεν φοιτά πλέον στο σχολείο, πρέπει να υπάρχουν σαφείς πρακτικές σχετικά με το χρονικό διάστημα που μία ψυχολογική έκθεση ή/και το αρχείο θα διατηρείται (αφορούν στο διοικητικό μέρος της εκπ/σης).

Οι ψυχολόγοι που διεξάγουν ψυχολογικές αξιολογήσεις μπορούν να χρειαστεί να υπερασπιστούν ή να εξηγήσουν την αξιολόγησή τους σε ένα δικαστήριο. Το σχολείο θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι ψυχολογικές αξιολογήσεις διενεργούνται από ένα ψυχολόγο ή υπό την επίβλεψη ενός ψυχολόγου με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος για δύο λόγους. Πρώτον, η εκπ/ση θα θέλει να εξασφαλίσει ότι, η παροχή μιας υπηρεσίας ή παρέμβασης, έχει τη υψηλότερη δυνατή ποιότητα και ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του παιδιού. Δεύτερον, πιθανόν να υπάρξουν νομικές ευθύνες αν μια υπηρεσία, που παρέχεται υπό την αιγίδα του σχολείου, δεν γίνεται σύμφωνα με ορθά επαγγελματικά πρότυπα, από έναν επαγγελματία με την προβλεπόμενη άδεια να παρέχει αυτή την υπηρεσία. Σε πολλές χώρες (και στην Ελλάδα), οι όροι ‘ψυχολόγος’ είναι προστατευμένος τίτλος για την αποκλειστική χρήση αδειοδοτημένων ψυχολόγων. Επίσης, πολλά ψυχολογικά τεστ που χρησιμοποιούνται στο σχολικό σύστημα πωλούνται μόνο σε αδειοδοτημένους ψυχολόγους. Κανένα δικαστήριο δεν θα αμφισβητήσει το δικαίωμα ενός ψυχολόγου με άδεια να εκτελέσει καθήκοντα που απορρέουν από τη θέση του. Ωστόσο, τα άτομα που εκτελούν εργασίες ψυχολογικής φύσης χωρίς άδεια ή εξουσιοδότηση, ενδέχεται να βρεθούν σε μια ανυπεράσπιστη θέση, πολύ περισσότερο δε, όταν οι ενέργειές τους επηρεάζουν αρνητικά τη ζωή και την ευημερία ενός ατόμου. Τα διαγνωστικά τεστ πολύ συχνά χωρίζονται σε εκπαιδευτικά και ψυχολογικά ακριβώς με την έννοια πως κάποια είναι διαθέσιμα και σε εκπαιδευτικούς, ενώ άλλα μόνο σε ψυχολόγους.

Έλεγχος πρόσβασης σε ψυχολογικά τεστ και διαδικασίες. Μια ειδική ευθύνη των σχολικών ψυχολόγων περιλαμβάνει την ηθική υποχρέωση προστασίας της ασφάλειας των τεστ και τη διασφάλιση της πρόσβαση σ’ αυτά περιορίζεται μόνο σε αδειοδοτημένους ψυχολόγους. Όλοι οι διανομείς των ψυχολογικών τεστ έχουν περιορισμούς σχετικά με τις πιστοποιήσεις που απαιτούνται για την αγορά διαφόρων τύπων τεστ. Οι σχολικές υπηρεσίες που απασχολούν ψυχολόγους πρέπει να λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η αγορά και η διανομή των ψυχολογικών τεστ προορίζεται μόνο για χρήση από ψυχολόγους.

Μη-ψυχολογικά σχολικά τεστ. Παρά το γεγονός ότι τα ψυχολογικά τεστ απαιτούν εκπαίδευση και αδειοδότηση ως ψυχολόγος, υπάρχουν μια σειρά από εξαιρετικά σχολικά τεστ που μπορούν άνετα και αρμοδίως να χορηγούνται από εκπαιδευτικούς και άλλους ειδικούς (π.χ. συμβούλους επαγγελματικού προσανατολισμού). Τα αποτελέσματα αυτών των τεστ, προσφέρουν στους εκπαιδευτικούς πολύτιμες κατευθύνσεις για άμεσες παρεμβάσεις με τους μαθητές, και υποδεικνύουν την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης από σχολικούς ψυχολόγους. Λόγω της εμπειρίας τους στην κατασκευή, διαχείριση και ερμηνεία των τεστ, οι σχολικοί ψυχολόγοι μπορούν επίσης να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς στην ερμηνεία των βαθμολογίων στα διάφορα τυποποιημένα σχολικά τεστ. Επιπλέον, οι ψυχολόγοι μπορούν να παρέχουν συνεχή κατάρτιση στο εκπαιδευτικό προσωπικό σχετικά με τις στατιστικές, την κατασκευή των τεστ, το κύρος, την αξιοπιστία και την σημασία των αποτελεσμάτων των τεστ (π.χ. τυποποιημένες βαθμολογίες, ποσοστά, αντιστοιχίες σε κλίμακες ηλικίας και τάξης).

Πώς θα έπρεπε μια ψυχολογική αξιολόγηση να ζητηθεί; Πριν από την παραπομπή για ψυχολογική αξιολόγηση απαιτείται η διαβούλευση με τον σχολικό ψυχολόγο. Αυτό επιτρέπει μια πιο έγκαιρη ανταπόκριση, καθώς αρκετές διαβουλεύσεις μπορεί να συμβούν στο διάστημα που χρειάζεται να γίνει μια αξιολόγηση. Η διαδικασία αυτή επιτρέπει επίσης στον ψυχολόγο να καθορίσει τη ανάγκη, και τους στόχους της αξιολόγησης καθώς επίσης και να βοηθήσει το σχολείο στο καθορισμό των προτεραιοτήτων της αξιολόγησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επανεξέταση του φακέλου του μαθητή, η βοήθεια σχετικά με την ερμηνεία των σχολικών εκπαιδευτικών αξιολογήσεων, και η διαβούλευση μπορεί να είναι επαρκής για την αντιμετώπιση των ζητημάτων. Σε όλες τις περιπτώσεις, η διαβούλευση επιτρέπει κάποια άμεση παρέμβαση να συμβεί, ακόμη και αν ο μαθητής πρέπει να τοποθετηθεί σε λίστα αναμονής για την αξιολόγηση.

Θα πρέπει να υπάρχει σύμφωνη γνώμη του νόμιμου κηδεμόνα και σειρά προτεραιότητας καθώς και μια μικρή λίστα επειγόντων … (καλά εμπεριστατωμένων / αιτιολογημένων) και όλα με όρους (κατά το δυνατό) διαφάνειας.

Καλές πρακτικές (παράδειγμα):

α) λίστα με αύξοντα αριθμό αναμονής (για αξιολόγηση), γνωστό στους ενδιαφερόμενους (και με δυνατότητα ελέγχου της εξέλιξης),

β) δυνατότητα παράκαμψης της λίστας αν α) ο οικείος σχολικός σύμβουλος ζητήσει με αιτιολογημένη έκθεση κάτι τέτοιο (ως επείγον περιστατικό),

γ) μέγιστο όριο επειγόντων – παρακάμψεων ώστε να υπάρχει και εκεί διαβάθμιση / έλεγχος

δ) επεξήγηση (στο μέτρο του δυνατού χωρίς παραβίαση της εμπιστευτικότητας) της παράκαμψης σε όσους περιμένουν στην λίστα – ειδικά σε όποιον άμεσα παρακάμφθηκε.

Η σχολική ψυχολογία είναι μια υπηρεσία υποστήριξης με εκπαιδευτικό προσανατολισμό. Οι αιτήσεις για τις σχολικές ψυχολογικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των αξιολογήσεων, θα πρέπει να περάσουν από την ομάδα του σχολείου στην οποία ο ψυχολόγος (περίπτωση ΣΔΕΥ) είναι μέλος. Η σχολική ομάδα είναι σε καλύτερη θέση να καθορίσει το σχολικές προτεραιότητες παραπομπής και, λόγω των γνώσεων της για τους μαθητές, βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να ελέγξει όλες τις αιτήσεις για μια επίσημη αξιολόγηση. Αν και οι σχολικοί ψυχολόγοι δεν δέχονται απευθείας παραπομπές για την αξιολόγηση από τους γονείς ή τους επαγγελματίες εκτός του σχολικού συστήματος, μπορούν να παρέχουν συμβουλευτική σε γονείς αφού ο τελικός στόχος είναι πάντα οι μαθητές και οι ανάγκες τους.

Έτσι το να δει ο σχολικός ψυχολόγος έναν γονιό ακόμα και για θέμα φαινομενικά άσχετο με τον μαθητή (π.χ. για ψυχολογικό πρόβλημα του ίδιου) και να τον βοηθήσει να κατευθυνθεί και να βρει βοήθεια σε κοινωνικές/κοινοτικές υπηρεσίες (π.χ. Κέντρα Ψυχικής Υγείας), είναι θεμιτό αφού και πάλι εμμέσως πλην σαφώς στηρίζει τον μαθητή. Όμοια και για εκπαιδευτικό που πρέπει να μπορεί να απευθυνθεί – σε ανθρωπιστικά πλαίσια – σε συνάδελφο που λόγω ειδικότητας, μπορεί να του φανεί χρήσιμος σε θέμα ψυχικής υγείας και εμμέσως έτσι βέβαια και στους μαθητές του. Αρκεί να μην γίνεται κατάχρηση και να υπάρχουν όρια. Ο θεσμός του σχολίατρου είναι κάτι που θα πρέπει να συζητηθεί στην εκπαίδευση, ειδικά με τις παρούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Οι σχολικές νοσηλεύτριες θα αποδίδουν καλύτερα κάτω από την επιστημονική ομπρέλα του σχολίατρου, όπως ακριβώς οι εκπαιδευτικοί υπό την επιστημονική καθοδήγηση του σχολικού συμβούλου. Με αυτόν τον τρόπο και με επέκταση και της αξιοποίησης σχολικών νοσηλευτών στην εκπ/ση, όλα τα σχολεία (γενικά και ειδικά) θα μπορούσαν να παρέχουν σαφώς πιο ολοκληρωμένη ψυχο-κοινωνική (στα ΣΔΕΥ, υπενθυμίζουμε, είναι θεσμοθετημένη ήδη η υπηρέτηση ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών) και βιο-ιατρική πρωτοβάθμια κάλυψη στους μαθητές.

Πότε ενδείκνυται η εμπλοκή σχολικού ψυχολόγου;

Τα παρακάτω είναι μερικά παραδείγματα κατάλληλων παραπομπών:

  • Οι εκπαιδευτικοί έχουν συνεργαστεί με τον μαθητή και έχουν πραγματοποιήσει κάποια ατομικά σχολικά τεστ. Ο μαθητής εμφανίζει ανάγκη ειδικής εκπαίδευσης, αλλά δεν ανταποκρίνεται προς στρατηγικές που εφαρμόζουν οι δάσκαλοι και δεν ξέρουν το γιατί. Το προσωπικό του σχολείου πιστεύει ότι χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες, σχετικά με το μαθησιακό στυλ του μαθητή και το γνωσιακό και αναπτυξιακό του προφίλ, προκειμένου πιθανώς να κληθούν να εφαρμόσουν ένα εξατομικευμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τον μαθητή.

  • Οι εκπαιδευτικοί είναι αβέβαιοι για το αναπτυξιακό επίπεδο του μαθητή και προς γνωστικές του ικανότητες και χρειάζονται βοήθεια για την ανάπτυξη ρεαλιστικών μέσο- μακροπρόθεσμών στόχων.

  • Οι εκπαιδευτικοί υποψιάζονται ότι ο μαθητής μπορεί να έχει μια νευρολογικής ή ψυχικής φύσεως διαταραχή (π.χ. αυτισμός, ΔΕΠΥ, σύνδρομο Tourette, διαταραχή προς διάθεσης) που επιδρούν στην επιτυχία και προσαρμογή του στο σχολείου. Απαιτείται επιβεβαίωση προς εκτίμησης, συμβουλές σχετικά με την παραπομπή σε επαγγελματίες υγείας και των στρατηγικών παρέμβασης.

  • Υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ των προσδοκιών και αντιλήψεων των εκπαιδευτικών και των γονέων για τη εκπαίδευση του μαθητή και/ή προς ανάγκες συμπεριφοράς. Σε ορισμένες από αυτές προς περιπτώσεις, μια ψυχολογική αξιολόγηση πιστεύεται ότι θα παρέχει αντικειμενικές και τυποποιημένες πληροφορίες για τον προσδιορισμό των αναγκών και προς κατάστασης του μαθητή και θα βοηθήσει στην επίλυση προς σύγκρουσης μεταξύ γονέων και διδασκόντων, έτσι ώστε η μάθηση και η σχολική επιτυχία να ενισχυθούν.

  • Οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι οι γονείς έχουν δυσκολία κατανόησης ή αποδοχής των αναγκών του παιδιού προς. Η συμμετοχή προς σχολικού ψυχολόγου σε τέτοιες συζητήσεις μπορεί να βοηθήσει προς γονείς να αναπτύξουν μια καλύτερη κατανόηση των πλεονεκτημάτων και των αναγκών του παιδιού προς και προς αξίας που μπορεί να προσφέρει προς ειδικός προγραμματισμός/σχεδιασμός.

  • Προς μαθητής έχει σοβαρές διαταραχές προς συμπεριφοράς ή/και συναισθηματικά προβλήματα, και οι εκπαιδευτικοί θέλουν να ξέρουν ποιοι παράγοντες (π.χ. νευρολογικοί, κοινωνικό-συναισθηματικοί, περιβαλλοντολογικοί και προσωπικότητας) μπορεί να επηρεάζουν τη συμπεριφορά του. Μια αξιολόγηση σε αυτή την περίπτωση μπορεί να οδηγήσει σε προτάσεις ειδικών στρατηγικών παρέμβασης στο σχολικό περιβάλλον ή τον καθορισμό των καταλληλότερων ψυχολογικών ή άλλων θεραπειών, για προς οποίες μπορεί να ενδείκνυται παραπομπή σε προς επαγγελματίες.

Βέλτιστη χρήση των Σχολικών Ψυχολογικών Υπηρεσιών

Οι υπηρεσίες σχολικής ψυχολογίας, προς και οι άλλοι σχολικοί πόροι, συνήθως παρέχονται σε περιορισμένο βαθμό. Με αυτήν την έννοια πρέπει οι διοικητικοί και επιστημονικοί υπεύθυνοι να κάνουν την καλύτερη/δημιουργικότερη δυνατή χρήση των ανθρώπινων και μη πόρων που έχουν στην διάθεσή τους

Τα ΣΔΕΥ είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Είναι μια προσπάθεια ορθολογικής και ταυτόχρονα δημιουργικής χρήσης και διάχυσης πόρων και εμπειριών που για πολλά χρόνια ήταν διαθέσιμα μόνο στον χώρο της ΕΑΕ (ΣΜΕΑΕ). Είναι παράλληλα η ευκαιρία για περαιτέρω προώθηση προς ιδέας προς εκπαιδευτικής ολοκλήρωσης. Και ως τέτοια είναι ανάγκη να αντιμετωπιστεί από όλους προς εμπλεκόμενους.

Οι σχολικοί σύμβουλοι και οι διευθυντές σχολείων ενθαρρύνονται να μάθουν περισσότερα σχετικά με προς δεξιότητες που φέρουν οι σχολικοί ψυχολόγοι στην εκπαίδευση για να εξασφαλιστεί ότι επωφελούνται τα μέγιστα από την παρουσία προς. Μπορούν λοιπόν να ληφθούν υπ’ όψη οι ακόλουθες στρατηγικές για να βελτιστοποιηθεί η αξιοποίηση των σχολικών ψυχολογικών υπηρεσιών:

        • παροχή γραμματειακής υποστήριξης ώστε να ελαχιστοποιηθεί η γραφειοκρατική δουλειά και προς δραστηριότητες που δεν απαιτούν επαγγελματικές δεξιότητες ή επίβλεψη,

        • χρήση τεχνολογίας εξοικονόμησης ενέργειας (π.χ., φορητούς υπολογιστές, λογισμικό βαθμολόγησης των τεστ),

        • παροχή δυνατότητας προς σχολικούς ψυχολόγους για την επέκταση, και πλήρη χρήση προς τεχνογνωσία σε εξειδικευμένους τομείς (π.χ., νευροψυχολογία, ενίσχυση θετικής συμπεριφοράς, αυτισμός),

        • εξέταση των αναγκών προς σχολικής μονάδας (αλλά και του ΣΔΕΥ σαν σύνολο) και των πρακτικών που αποδίδουν σχετικά μικρή αξία ανά εργατοώρα (π.χ. μη αναγκαίες εκτεταμένες αξιολογήσεις), και

        • στρατηγική αξιοποίηση όλου του προσωπικού του σχολείου έτσι ώστε να στηρίζουν και να προστατεύουν τα έργα και προς δραστηριότητες υψηλής απόδοσης (π.χ. συνεργασία ψυχολόγου και δασκάλων σε θέματα πρόληψης, χωρίς προς να είναι πάντα αναγκαία η παρουσία του ψυχολόγου στην τάξη, αλλά ίσως μόνο σε στιγμές-κλειδιά).

Η διαρκής (ενδοσχολική) επιμόρφωση όλου του προσωπικού και η ουσιαστική συνεργασία είναι στοιχεία πολύ σημαντικά στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση. Η εξίσωση κόστους-οφέλους σαφώς ευνοεί προς πρακτικές που υιοθετούνται σε αυτές προς κατευθυντήριες γραμμές. Οι σχολικοί ψυχολόγοι και οι υπεύθυνοι (διευθυντές σχολείων και εκπαίδευσης, σχολικοί σύμβουλοι, αλλά και ο κάθε εκπ/κός που δικαιούται στήριξης στο δύσκολο έργο του) πρέπει να είναι πολυμήχανοι για τη αξιοποίηση στο μέγιστο του δυναμικού των υπηρεσιών σχολικής ψυχολογίας προς όφελος των μαθητών.

Οι σχολικοί ψυχολόγοι θα πρέπει να ενσωματώνουν στην καθημερινότητά τους, όλο και περισσότερο, τα ακόλουθα θέματα:

        • έμφαση στην διαρκή ενημέρωση/κατάρτιση για προσεγγίσεις σχετικά με την αξιολόγηση, την παρέμβαση αλλά και την πρόληψη,

        • μειωμένη έμφαση στην παραδοσιακή ατομική αξιολόγηση και αυξημένη έμφαση στην απευθείας σύνδεση της αξιολόγησης με την παρέμβαση και την αποτελεσματικότητα,

        • αυξημένο ενδιαφέρον για τις οικογένειες και τη βελτίωση της ακαδημαϊκής, κοινωνικής και συναισθηματικής λειτουργίας των μαθητών μέσα από τη συνεργασία σχολείου- οικογένειας,

        • ενσωμάτωση των μοντέλων δημόσιας ψυχικής υγείας στη σχολική πρακτική (με ταυτόχρονη συνεργασία με φορείς όπως κοινωνικές υπηρεσίες, ΚΨΥ και υπηρεσίας επιμελείας ανηλίκων), στηρίζοντας τις στρατηγικές πρόληψης στη συστηματική αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου και προστασίας,

        • αυξημένη συνεργασία μεταξύ επαγγελμάτων (συμβουλευτική, κοινωνική εργασία) και σε όλες τις ειδικότητες της ψυχολογίας (σχολική, συμβουλευτική, κλινική), και

        • αυξημένη ενσωμάτωση της διαπολιτισμικής ικανότητας σε όλες τις πτυχές της πρακτικής,

        • τελικά: συνειδητοποίηση του ρόλου του και ανάληψη της σχετικής ευθύνης ως καταλύτη, συντονιστή και διευκολυντή όσον αφορά το σχολικό ψυχολογικό περιβάλλον.

Πολλά από αυτά που αναφέρονται παραπάνω ήδη εφαρμόζονται λίγο-πολύ. Σημασία έχει να καταλάβουν όλοι η εμπλεκόμενοι (εκπαιδευτικοί, μέλη ΕΕΠ, δ/ντές κιαι σύμβουλοι) τη σημασία τους και να κινηθούν να συναντήσουν το μέλλον δυναμικά. Η διαπολιτισμικότητα π.χ. που αναφέρεται μας έχει φτάσει ήδη, ενώ η στήριξη της οικογένειας και η συνεργασία με κοινωνικούς φορείς/εταίρους, ειδικά σε εποχές κρίσης και διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής είναι απολύτως απαραίτητη. Σε επίπεδο σύνταξης και εφαρμογής Εξατομικευμένων Εκπ/κών προγραμμάτων των μαθητών με ειδικές εκπ/κές ανάγκες, αλλά και συνολικής καθημερινής πρακτικής η ανάγκη συνεργασίας όλων των μερών του κοινωνικού συστήματος προς όφελος των πολύτιμων παιδιών μας είναι εκ των ων ουκ άνευ. Το σχολείο καλείται για άλλη μια φορά να λειτουργήσει αντισταθμιστικά και οι σχολικοί ψυχολόγοι οφείλουν να σταθούν στο σταυροδρόμι παιδείας και ψυχολογίας και να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Η υποστήριξη που θα παρέχουν θα περιλαμβάνει όλο το παιδαγωγικό τρίγωνο. Ένα τρίγωνο ισοσκελές, με τους εκπ/κούς και τους γονείς στην βάση και τους μαθητές στην κορυφή.

Μη προκατειλημμένη Αξιολόγηση

Οι σχολικοί ψυχολόγοι διεξάγουν αξιολογήσεις για την παροχή πληροφοριών που είναι χρήσιμες για τη μεγιστοποίηση των επιδόσεων των μαθητών, την εκπαιδευτική επιτυχία, τη ψυχολογική προσαρμογή και τη προσαρμογή της συμπεριφοράς. Χρησιμοποιούν τεχνικές και μέσα επιστημονικά θεμελιωμένα και σταθμισμένα (όπου αυτό είναι απαραίτητο) στους αντίστοιχους μαθητικούς πληθυσμούς. Όταν αισθητηριακές, κινητικές ή γλωσσικές δεξιότητες, ή η συμπεριφορά ενός μαθητή, θέτουν σε κίνδυνο την εγκυρότητα ενός τεστ, ο σχολικός ψυχολόγος περιγράφει το πως η αξιολόγηση παρεκκλίνει από τις κανονικές συνθήκες και προσαρμόζει την ερμηνεία των αποτελεσμάτων αναλόγως. Οι τεχνικές αξιολόγησης χρησιμοποιούνται μόνο από προσωπικό καταρτισμένο στη χρήση τους και κατά τρόπο σύμφωνο με τις κατευθυντήριες γραμμές εθνικών και διεθνών οργανισμών.

Οι σχολικοί ψυχολόγοι αναγνωρίζουν τα πλεονεκτήματα, αλλά και τους περιορισμούς της εκπαίδευσης και της εμπειρίας τους και ασκούν εκείνες μόνο τις πρακτικές στις οποίες είναι αρμόδιοι. Επιλέγονται εκείνες οι διαδικασίες που επιτρέπουν μια μη προκατειλημμένη αξιολόγηση και εκείνα τα προτεινόμενα προγράμματα που μεγιστοποιούν τις ευκαιρίες του μαθητή για να είναι επιτυχής στη γενική κουλτούρα, ενώ παράλληλα σέβεται την (τυχόν) ιδιαίτερη εθνοτική καταγωγή του μαθητή. Μια τέτοιου είδους πολύπλευρη αξιολόγηση περιλαμβάνει την εστίαση στα «δυνατά σημεία» του μαθητή.

Οι μαθητές στο εκπαιδευτικό σύστημα διαφοροποιούνται ολοένα και περισσότερο, ενώ στο σχολείο οι εκπαιδευτικοί και οι ψυχολόγοι συνεχίζουν να προσπαθούν να δομήσουν μια ενιαία ομάδα. Η ενοποίηση έχει στόχο την συνεργασία και την κοινωνικοποίηση και όχι την ισοπέδωση. Η πολυπολιτισμική προσέγγιση είναι αναγκαία και όλο το εκπ/κό προσωπικό είναι ανάγκη να γαλουχηθεί σε αυτήν. Τότε, σαν τον καλό προπονητή θα μπορούν να αξιοποιούν κάθε έναν χωριστά σε ένα ενιαίο σύνολο.

Αξιολόγηση μαθητών σε διαπολιτισμικό πλαίσιο

Η αξιολόγηση των δίγλωσσων μαθητών διεξάγεται στην κυρίαρχη ομιλούμενη γλώσσα του μαθητή (εκτός αν κριθεί πως κατέχει επαρκώς την ελληνική) ή σε εναλλακτικό σύστημα επικοινωνίας. Όλες οι πληροφορίες του μαθητή ερμηνεύονται στο πλαίσιο του κοινωνικοπολιτισμικού υπόβαθρου του και στο περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί. Αν χρησιμοποιηθούν διερμηνείς, εκπαιδεύονται έτσι ώστε το τεστ να διεξάγεται με τρόπο που να προσεγγίζει τις διαδικασίες τυποποίησης όσο το δυνατόν περισσότερο. Γίνεται προσπάθεια για τον εντοπισμό και την ελαχιστοποίηση των προκαταλήψεων εκ μέρους του διερμηνέα, ώστε να μην ακυρώνουν τα δεδομένα της αξιολόγησης. Δίνεται προσοχή στο ότι το επίπεδο δυσκολίας ενός στοιχείου (τεστ) συχνά αλλάζει όταν αυτό μεταφράζεται σε μια διαφορετική γλώσσα. Επιπλέον, σχολικοί ψυχολόγοι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί για πιθανές διαφοροποιήσεις που έχουν να κάνουν με το πολιτισμικό υπόβαθρο του μαθητή και την λόγω αυτού εξοικείωση ή μη σε στοιχεία του τεστ. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι διαπολιτισμικές δοκιμασίες μπορούν να φανούν χρήσιμες.

Ηθικές Αρχές των Σχολικών Ψυχολόγων

Ο κώδικας δεοντολογίας δεν είναι απλά ένα γραφειοκρατικό κείμενο. Έχει προέλθει από την εμπειρία και τον προβληματισμό πολλών επιστημόνων, επί πολλά έτη και στην πραγματικότητα βοηθά τόσο την επιστήμη όσο και τον επιστήμονα, ειδικά όταν (όχι σπάνια) καλείται να κινηθεί σε δύσβατο έδαφος. Οι ηθικοί κώδικες είναι σκόπιμα ευρείς, ο κάθε κώδικας δεν καλύπτει κάθε μικρό-κατάσταση. Έτσι υπάρχει ευελιξία ενώ ταυτόχρονα συνυπάρχουν συλλογική, αλλά και ατομική ευθύνη. Οι γενικές αρχές συμπεριλαμβάνουν:

        • Σεβασμός της αξιοπρέπειας των προσώπων – συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού για το δικαίωμά στην ιδιωτική ζωή και την εμπιστευτικότητα, την αυτοδιάθεση και αυτονομία, και την δικαιοσύνης και τη μη διάκριση.

        • Επαγγελματική ικανότητα και ευθύνη – που σημαίνει ότι σχολικοί ψυχολόγοι ενεργούν εντός της εμβέλειας των αρμοδιοτήτων τους, αποδέχονται την ευθύνη των πράξεων και της πρακτικής τους, κατά τρόπο που να ωφελεί τους άλλους και να μη προκαλεί κακό.

        • Ακεραιότητα στις επαγγελματικές σχέσεις – εξασφάλιση ότι οι σχολικοί ψυχολόγοι είναι ειλικρινείς και ανοιχτοί σχετικά με το σκοπό της πρακτικής, των αρμοδιοτήτων και των πιθανών συγκρουσιακών συμφερόντων τους. Επιδιώκουν, το σεβασμό και τη συνεργασία με τους άλλους επαγγελματίες.

        • Ευθύνη για την κοινότητα και την κοινωνία – που σημαίνει ότι οι σχολικοί ψυχολόγοι έχουν ευθύνη της προώθησης της ευημερίας όλων των ανθρώπων στις ευρύτερες κοινότητες στις οποίες ζουν.

Οι σχολικοί ψυχολόγοι χρειάζονται επίσης εξειδικευμένοι επιστημονική καθοδήγηση – όπως οι εκπαιδευτικοί όλων των κλάδων – από ανθρώπους που να έχουν την γνώση εκείνη και την εμπειρία που είναι αναγκαίες για σωστή και ολοκληρωμένη στήριξή τους κατά το δύσκολο, λεπτό και πολυσχιδές έργο τους. Η θεσμοθέτηση λοιπόν θέσεων σχολικών ψυχολόγων – συμβούλων επιστημονικής καθοδήγησης όχι μόνο θα δώσει λύση στην συνεχή υποστήριξη αυτών που υποστηρίζουν, αλλά και θα δημιουργήσει θετικά κίνητρα επαγγελματικής ανέλιξης, κάτι πάρα πολύ χρήσιμο σε κάθε κλάδα και σε κάθε άνθρωπο γενικά.

Επιμύθιο

Οι μαθητές μας

Το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα έχει την υποχρέωση να παρέχει ένα σύνολο αναπτυξιακών, προληπτικών, διορθωτικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών που να βελτιώνουν τις ευκαιρίες για όλους τους μαθητές για σχολική/ακαδημαϊκή επιτυχία και προσωπική ευημερία. Πολλοί μαθητές πρέπει να ξεπεράσουν τις προκλήσεις που τους θέτουν σε κίνδυνο σχολικής αποτυχίας, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας, της οικογενειακής δυσλειτουργίας, του συναισθηματικού τραύματος, των γλωσσικών και εθνοτικών διαφορών, και της κοινοτικής βίας. Η σύγχρονη δημόσια σχολική εκπαίδευση απαιτεί μια συνεργατική προσέγγιση για την παροχή υπηρεσιών που περιλαμβάνει την εμπλοκή των γονέων, την ορθή χρήση των (περιορισμένων πλέον) κοινοτικών πόρων, τις μαθησιακές εμπειρίες που ενθαρρύνουν και ανταποκρίνονται στις ατομικές ανάγκες των μαθητών, καθώς και την αποτελεσματική χρήση των υπηρεσιών υποστήριξης των μαθητών. Παροχή υπηρεσιών με προληπτικό χαρακτήρα, όπως η εκμάθηση δεξιοτήτων επικοινωνίας, επίλυσης προβλημάτων, επίλυσης συγκρούσεων και άλλες δεξιοτήτων ζωής, και η προώθηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας μέσω συντονισμένων προγραμμάτων υγείας στα σχολεία είναι πλέον απαραίτητα συστατικά των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Οι υπηρεσίες υποστήριξης μαθητών παρέχουν βοήθεια στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού, τους γονείς και τη σχολική κοινότητα. Εφαρμοσμένοι επιστημονικοί κλάδοι που παρέχουν υπηρεσίες υποστήριξης στα σχολεία περιλαμβάνουν τη σχολική ψυχολογία, την κοινωνική εργασία, την σχολική νοσηλευτική (εκπαίδευση και υποστήριξη σε θέματα υγείας), υπηρεσίες λογοθεραπείας, εργοθεραπείας και φυσικοθεραπείας. Οι ειδικοί που παρέχουν υπηρεσίες υποστήριξης σε μαθητές, με τις ικανότητές τους στην εργασία με παιδιά και οικογένειες και τις γνώσεις τους σε θέματα συναισθηματικά, πολιτιστικά, επικοινωνιακά και θέματα υγείας, επηρεάζουν τους μαθητές και τα σχολεία, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών, αλλά και όλου του σχολικού κλίματος. Οι ειδικοί αυτοί βοηθούν και τους υπόλοιπους εκπαιδευτικοί να κατανοήσουν και να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε ανθρώπινους και κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη μάθηση, και τις ικανότητες μάθησης, μέσα από την αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου και την παροχή έγκαιρων παρεμβάσεων. Ο εντοπισμός των ‘δυνατών σημείων’ και των ταλέντων των μαθητών, πρέπει να είναι επίσης βασικά συστατικά των αποτελεσματικών υπηρεσιών υποστήριξης. Ακόμα, πολύ σημαντική μπορεί να είναι συνδρομή των ειδικών στον μετα-δευτεροβάθμιο σχεδιασμό των μαθητών.

Το σπίτι και η κοινότητα είναι κρίσιμα περιβάλλοντα που επηρεάζουν την ευημερία του μαθητή και την εκπαιδευτική πρόοδο του. Το ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, τον διευθυντή και το λοιπό προσωπικό του σχολείου, δημιουργούν διασυνδέσεις μεταξύ σπιτιού και σχολείου, ειδικά όταν οι γονείς χρειάζονται βοήθεια στην κατανόηση των εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών τους και του δικού τους ρόλου στην μαθησιακή και κοινωνική πορεία του παιδιού τους. Οι ψυχολόγοι και κοιν. λειτουργοί κατανοούν την κοινότητα και τις επιπτώσεις της στη ζωή των μαθητών και των οικογενειών, και μπορεί να συνδέσουν το σπίτι και το σχολείο με τους κοινοτικούς πόρους, να επισπεύσουν τις κατάλληλες παραπομπές, και να διευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα στο σπίτι, το σχολείο και την κοινότητα (εφόσον χρειάζεται).

Για τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των υπηρεσιών υποστήριξης συνιστάται οι σχολικές δομές και το εκπ/κό σύστημα γενικά να προωθήσουν τις ακόλουθες πρακτικές:

        1. Οι σχολικές δομές θα μπορούσαν να εφαρμόζουν προγράμματα με προληπτικό χαρακτήρα που να προωθούν ένα θετικό σχολικό κλίμα στο οποίο τα άτομα αισθάνονται δεμένα, ασφαλή και υποστηριζόμενα, και περιορίζουν την ανάπτυξη επικίνδυνων συμπεριφορών, όπως το αλκοόλ, ο καπνό και η χρήση άλλων ναρκωτικών, η πρόωρη σεξουαλική δραστηριότητα, ο σχολικός εκφοβισμός και χρήση βίας, η μη τακτική φοίτηση και η σχολική διαρροή.

        2. Όλες (σταδιακά) οι σχολικές δομές θα πρέπει να ενταθούν σε δίκτυα υποστήριξης (όπως τα ΣΔΕΥ-ΕΔΕΑΥ) και να εκτιμήσουν τις ανάγκες της σχολικής κοινότητας για την υγεία και την ψυχική υγεία, να συντονίσουν την παροχή μιας σειράς υπηρεσιών που περιλαμβάνουν την πρόληψη, την έγκαιρη παρέμβαση, την παρέμβαση και την αντιμετώπιση των κρίσεων. Οι δίκτυα αυτά θα πρέπει εκτός από τους ειδικούς των ΕΔΕΑΥ, τους εκπ/κούς και τους δ/ντές να έχουν συνεργασία και πρόσβαση και σε άλλα σημαντικά πρόσωπα όπως είναι οι σχολικοί σύμβουλοι (που θα πρέπει να έχουν έντονα ενεργό ρόλο) σε σχολικούς νοσηλευτές (για θέματα υγείας), ακόμα και σε φορείς (όπως τα ΚΨΥ).

        3. Οι ειδικοί που παρέχουν υποστηρικτικές υπηρεσίες θα πρέπει να προσπαθούν για την βελτιστοποίηση των πρακτικών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης στους μαθητών, και να μελετήσουν την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των σχετικών προγραμμάτων που αναλαμβάνει η κάθε σχολική δομή.

        4. Οι σχολικές δομές θα πρέπει να παρέχουν συνεχή εκπαίδευση για όλους τους επαγγελματίες του σχολείου σχετικά με τα συνεργατικά μοντέλα παροχής υπηρεσιών για να τους προετοιμάσει να αναγνωρίσουν τους μαθητές που είναι σε κίνδυνο εκπαιδευτικής ή κοινωνικής αποτυχίας και να συνεργαστεί με τους παρόχους υπηρεσιών στήριξης και τις οικογένειες.

Η εφαρμογή αυτών των πρακτικών μέσα σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα σχολικών υπηρεσιών στήριξης θα βοηθήσει τους μαθητές να γίνουν αυτάρκεις, υγιείς, παραγωγικοί, και προσαρμοσμένοι ενήλικες οι οποίοι εκτιμούν τον εαυτό τους και τους άλλους. Με την υιοθέτηση ενός προληπτικού, ολιστικού προσανατολισμού και παρέχοντας ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων, τα σχολεία θα είναι καλύτερα εξοπλισμένα για να περιορίσουν τα εμπόδια στη μάθηση και την συμβάλλουν σε μία υγιή ανάπτυξη.

Να θυμόμαστε πως η άσκηση σχολικής ψυχολογίας στην Ελλάδα είναι στα σπάργανα και άρα όλα τα ανωτέρω περισσότερο φιλοδοξούν να συνδράμουν στην διαμόρφωση του πλαισίου παρά να αποτυπώσουν ένα ήδη υπάρχον πλαίσιο λειτουργίας.

Ολόκληρος ο οδηγός(72 σελίδες) εδώ : odigosPsySchF

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *